γουλί

γουλί
το (Μ γουλίν)
1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων
νεοελλ.
1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια
2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» — έκοψε εντελώς τα μαλλιά του
μσν.
είδος τεύτλου, γούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή τού α- και ανάπτυξη τού -ου- (πρβλ. ίγδις > ιγδίον > γουδί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γουλί — το 1. το μέρος της ρίζας των λαχανικών που τρώγεται. 2. μικρή στρογγυλή πέτρα, βότσαλο. 3. μτφ., το φαλακρό κεφάλι: Έπιασε ψείρες και τον κούρεψαν γουλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γούλι — το (Μ γούλον) το ούλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ούλο] …   Dictionary of Greek

  • άγουλος — η, ο [γουλί] (για φυτά) αυτός στον οποίο δεν έχει σχηματιστεί γουλί, κοτσάνι …   Dictionary of Greek

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • σευκλογούλι — το / σευκλογούλιον, ΝΜ η σαρκώδης ρίζα τού τεύτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῦκλον (βλ. λ. σέσκουλο) + γουλί «βλαστάρι» (πρβλ. κοκκινο γούλι)] …   Dictionary of Greek

  • αποσκυθίζω — ἀποσκυθίζω (Α) [σκυθίζω] 1. αφαιρώ το δέρμα της κεφαλής με τις τρίχες, όπως έκαναν οι Σκύθες 2. παθ. κουρεύομαι «εν χρω», γουλί …   Dictionary of Greek

  • γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις …   Dictionary of Greek

  • γουλίζω — και γουλιάζω [γουλί] 1. χτυπώ το χταπόδι σε βράχο ή πλάκα για να γίνει τρυφερό 2. πίνω λίγο υγρό …   Dictionary of Greek

  • γουλίν — το βλ. γουλί …   Dictionary of Greek

  • κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”